προδιέξειμι

προδιέξειμι
Α
(μέλλ. με σημ. ενεστ.) προδιεξέρχομαι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διέξειμι «διαβαίνω, εκθέτω λεπτομερώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδιεξέρχομαι — Α 1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου προηγουμένως και εξέρχομαι 2. αναπτύσσω λεπτομερειακά κάτι εκ τών προτέρων («πρώτον μὲν γὰρ προδιέξειμι πρὸς ὑμᾱς τοὺς νόμους», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διεξέρχομαι «περνώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”